Ουρολοίμωξη
- By Tassos Spandideas
- 25 March, 2014
- Comments Off on Ουρολοίμωξη
Με τον όρο ουρολοίμωξη ενοούμε την είσοδο κάποιου μικροβίου στου ουροποιητικό μας σύστημα (νεφροί, ουρητήρες, ουροδόχος κύστη, ουρήθρα και προστάτης) την εγκατάστασή του και την πρόκληση λοίμωξης.Το ουροποιητικό μας σύστημα φυσιολογικά είναι στείρο μικροβίων δηλ δεν περιέχει μικρόβια.
Οι ουρολοιμώξεις αποτελούν, μετά από τις λοιμώξεις του αναπνευστικού συστήματος , τις πιο συχνές λοιμώξεις που απαντώνται στην καθημερινή ιατρική πράξη. Διακρίνονται σε αυτές που αποκτώνται μετά από τοποθέτηση ουροκαθετήρα (κυρίως νοσοκομειακές ή ιδρυματικές ουρολοιμώξεις) και σε αυτές που αποκτώνται τυχαία χωρίς κανένα ιατρικό χειρισμό(εξωνοσοκομειακές ουρολοιμώξεις ή ουρολποιμώξεις της κοινότητας) .
Προδιαθεσικοί παράγοντες ουρολοιμώξεων
Παρά το γεγονός ότι οι ουρολοιμώξεις προσβάλλουν αμφότερα τα φύλα και όλες τις ηλικίες εντούτοις είναι σημαντικά συχνότερες στα άτομα που υποβάλλονται σε καθετηριασμό της κύστης, στις γυναίκες (λόγω βραχύτερης ουρήθρας και στενότερης γειτνίασης με το ορθό) και στους ηλικιωμένους άνδρες (λόγω υπερτροφίας του προστάτου και στάσης των ούρων). Αλλοι προδιαθεσικοί παράγοντες για την εκδήλωση ουρολοιμώξεων είναι η έντονη σεξουαλική ζωή και η μεταφορά μικροβίων από το ορθό στον κόλπο και την ουρήθρα, η εγκυμοσύνη, η κυστεοουρητηρική παλινδρόμηση που παρουσιάζεται σε βρέφη και μικρά παιδιά και οφείλεται σε ανωριμότητα των σφικτήρων με αποτέλεσμα κατά την ούρηση τα ούρα να παλλινδρομούν από την κύστη στους ουρητήρες και στα νεφρά, η νευρογενής κύστη η οποία οφείλεται σε διαταραχές της νεύρωσης της ουροδόχου κύστης λόγω κακώσεων της σπονδυλικής στήλης, σακχαρώδους διαβήτη, σκλήρυνσης κατά πλάκας κ.ά
Υπεύθυνοι μικροοργανισμοί
Τα συνηθέστερα μικρόβια που ευθύνονται για την πρόκληση των ουρολοιμώξεων είναι το Κολοβακτηρίδιο(ευθύνεται για πάνω από το 80% των περιπτώσεων), ο Πρωτέας και η Κλεμπσιέλλα. Σπανιότερα απομονώνονται άλλα μικρόβια όπως Ψευδομονάδα, η Σεράτια, ο Σταφυλόκοκκος κ.ά. Τα μικρόβια αυτά συνήθως μεταφέρονται από τον πρωκτό και την γύρω περιοχή στον κόλπο κα την ουρήθρα.
Συμτώματα ουρολοιμώξεων
Μια ουρολοίμωξη μπορεί να είναι τελείως ασυμπτωματική ή μπορεί να συνοδεύεται από ήπια έως πολύ έντονα συμπτώματα. Τα συμπτώματα εν πολλοίς εξαρτώνται και από το σημείο εντόπισης της ουρολοίμωξης. Ετσι σε μία ουρηθρίτιδα ή κυστίτιδα τα κυρίαρχα συμπτώματα είναι η συχνοουρία και το τσούξιμο ή κάψιμο κατά την ούρηση ενώ αντίθετα σε μία λοίμωξη των νεφρών (πυελονεφρίτιδα) τα σύμπτώματα είναι πυρετός,και πόνος στη θέση των νεφρών. Η πυελονεφρίτιδα είναι είναι μία πολύ σοβαρή λοίμωξη που μπορεί να βάλλει σε κίνδυνο ακόμα και τη ζωή του αρρώστου.
Διάγνωση ουρολοιμώξεων
Η διάγνωση των ουρολοιμώξεων βασίζεται στο ιστορικό και τη συμπτωματολογία του αρρώστου καθώς και στην εξέταση των ούρων (απλή και καλιέργεια). Χρειάζεται μεγάλη προσοχή στον τρόπο συλλογής των ούρων για καλλιέργεια για να αποφευχθεί η πιθανότητα επιμόλυνσής των που θα οδηγήσει σε ψευδή αποτελέσματα. Σε υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις θα απαιτηθούν πρόσθετες εξετάσεις (υπερηχογράφημα, ακτινογραφίες, αξονική τομογραφία) για να αναζητηθούν πιθανοί προδιαθεσικοί παράγοντες.
Θεραπεία
Η θεραπεία των ουρολοιμώξεων γίνεται με τη χορήγηση των καταλλήλων αντιβιοτικών. Το κατάλληλο αντιβιοτικό προσδιορίζεται από το τεστ ευαισθησίας στο οποίο υποβάλλουμε το απομονωθέν από τα ούρα μικρόβιο. Στην περίπτωση που υπάρχει κάποιος προδιαθεσικός παράγοντας θα πρέπει να γίνεται κάθε δυνατή προσπάθεια για άρση του παράγοντα αυτού.
Οι ουρολοιμώξεις που αποκτούνται μέσα σε νοσοκομεία είναι πολύ πιο σοβαρές από αυτές που συμβαίνουν σε εξωνοσοκομειακό περιβάλλον και αντιμετωπίζονται πολύ πιό δύσκολα επειδή τα νοσοκομειακά στελέχη των μικροβίων συνήθως είναι ανθεκτικά στα χρησιμοποιούμενα αντιβιοτικά
Επιπτώσεις ουρολοιμώξεων
Οι απλές οξείες ουρολοιμώξεις συνήθως με την κατάλληλη θεραπεία υποχωρούν χωρίς καμία επίπτωση στον οργανισμό μας. Οι υποτροπιάζουσες όμως ουρολοιμώξεις και ιδιαίτερα οι πυελονεφρίτιδες που δεν αντιμετωπίζονται σωστά δημιουργούν σοβαρούς κινδύνους μια και μπορούν να οδηγήσουν σε νεφρική ανεπάρκεια